τρέμω

τρέμω
τρέμω, only [tense] pres. and [tense] impf., exc. [tense] pf.
A

τετρέμηκα EM606.50

:— tremble, quake, quiver,

τρέμε δ' οὔρεα μακρὰ καὶ ὕλη ποσσὶν ὑπ' ἀθανάτοισι Il.13.18

, cf. Call.Del.137; ὠλένας τρέμων ἄκρας quivering in . . , E.IT283;

τρέμουσα κῶλα Id.Med.1169

;

τρέμει [ἡ φωνή] Arist.Pr.906a17

; of persons, τρέμειν τὴν φωνήν ib.948a35; shiver, in the cold stage of malaria, Hp.Flat.8.
II esp. tremble with fear,

ὑπὸ δ' ἔτρεμε γυῖα Il.10.390

, cf. Od.11.527
; φόβῳ, φρίκῃ τ., E.Ion1452 (lyr.), Tr. 1026: then simply, tremble, be afraid,

δεδιὼς καὶ τ. D.18.263

;

τ. τῷ δέει τί πείσεται Alex.110.6

.
2 c. inf., tremble or fear to do, A.Th. 419 (lyr.), S.OC128 (lyr.); also

τρέμων τὸν ἄνδρ' ἔφευγε μὴ κτάνοι Id.OT947

, cf. E.Andr.808,1057.
3 c. acc., tremble at, fear, S.OC256, E.El.643, etc.;

τ. τὸ πρᾶγμα Ar.Ach.494

;

τὰ πράγματα Id.Eq.265

(troch.);

τὸ μέλλον Pl.Prm.137a

;

[τῆς εὐδαιμονίας] ἕνεκα τ. Antipho 2.4.9

;

περὶ τῆς εὐδαιμονίας Id.2.3.8

, cf. Pl.R.554d. (Cf. Lat. tremo, Lith. trimù, triìmti 'shiver'.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρέμω — βλ. πίν. 1 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: τρέμω : με τη σημασία → αυτός που τρέμει απαντάται η μτχ. τρεμάμενος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρέμω — tremble pres subj act 1st sg τρέμω tremble pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… …   Dictionary of Greek

  • τρέμω — 1. αμτβ., ταράζομαι από αλλεπάλληλες μικρές κινήσεις, τουρτουρίζω, ανατριχιάζω: Τρέμουν τα χέρια του. – Τρέμει, όταν αηδιάζει. 2. ταράζομαι από φόβο, δειλιάζω: Τρέμω, όταν συλλογίζομαι το θάνατο. 3. αγωνιώ, ανησυχώ: Τρέμει για την υγεία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρέμον — τρέμω tremble pres part act masc voc sg τρέμω tremble pres part act neut nom/voc/acc sg τρέμω tremble imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρέμω tremble imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμετε — τρέμω tremble pres imperat act 2nd pl τρέμω tremble pres ind act 2nd pl τρέμω tremble imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμῃ — τρέμω tremble pres subj mp 2nd sg τρέμω tremble pres ind mp 2nd sg τρέμω tremble pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαφροτρέμω — τρέμω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + τρέμω] …   Dictionary of Greek

  • τρεμόντων — τρέμω tremble pres part act masc/neut gen pl τρέμω tremble pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμε — τρέμω tremble pres imperat act 2nd sg τρέμω tremble imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμει — τρέμω tremble pres ind mp 2nd sg τρέμω tremble pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”